< ἀναγκαστέος
ἀναγκαστήριος >
ἀναγκαστήρ
,
-ῆρος, ὁ
• Grafía:
graf. ἀνανκ-
forzoso
,
fatal
ἀ. ἄτρακτοι
de las Parcas
IG
12(7).447 (Amorgos I a.C.).