< ἀνάγκασμα
ἀναγκαστήρ >
ἀναγκαστέος
,
-α, -ον
1
que ha de ser obligado
ἀ. ἄρχειν
Pl.
R
.539e.
2
neutr. -έον
hay que obligar
Pl.
R
.378d, X.
Hier
.8.9.