ἀναβρύω
• Morfología: [fut. -υήσει Ezech.137]


I intr. brotar ἀναβρυήσει δ' ἐν βροτοῖς ἕλκη πικρά Ezech.l.c., ἀναβρύειν οὐδὲν ἔλαττον πηγῆς ἀενάου Ael.VH 3.43, σκώληκας ἀναβρύοντας A.Thom.A 56 (p.172.9).

II tr.

1 cubrirse de ἀνέβρυον ἄνθεα Nonn.D.7.346.

2 derramar, esparcir τὸν ἐξ οὐρανοῦ λόγον Cyr.Al.M.69.1256A.