< ἀναβρυήσει
ἀναβρύω >
ἀναβρυχάομαι
rugir
,
bramar con fuerza
ὁ λέων ... ἀνεβρυχήσατο
Philostr.
VA
5.42, fig.
ἀναβρυχησάμενος κλάων
Pl.
Phd
.117d.