< ἀμοχθεί
ἄμοχθος >
ἀμόχθητος
,
-ον
I
1
no trabajoso
,
que no cansa
δίαιτα
Alc.61.12.
2
infatigable
ὀπωπαί
Opp.
C
.1.456.
II
adv. -ως
sin fatiga
ὄψον ἐλπίσας ἀ. ... ἥξειν
Babr.9.2, cf. 103.9.