ἀμοχθεί uelἀμοχθί
• Prosodia: [ῑ]
adv. sin trabajo
ᾤοντ' ἀμοχθὶ πρὸς βίαν τε δεσπόσεινA.Pr.208, cf. E.Ba.194, Fr.978, D.H.2.41, Luc.Am.7, Ph.1.101, Hdn.Gr.2.464.
ᾤοντ' ἀμοχθὶ πρὸς βίαν τε δεσπόσεινA.Pr.208, cf. E.Ba.194, Fr.978, D.H.2.41, Luc.Am.7, Ph.1.101, Hdn.Gr.2.464.