ἀμέτρητος, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -η, -ον Pi.I.1.37]
I no medido
διὰ τὸ ἀμέτρητον εἶναιStr.2.1.23, cf. 2.1.29.
II
ἈήρAr.Nu.264,
ἅλςPi.I.1.37,
θαλάττης χάσμαHanno Peripl.13,
πέλαγοςOpp.H.1.179,
θάλασσαD.P.1171,
ὕδωρLXX 3Ma.2.4,
βυθόςI.AI 15.412,
ἀπέραντος καὶ ἀ. γῆLXX 3Ma.2.9,
ὁδὸς εἰς ἈΐδανIG 12(1).149 (II a.C.)
•tb. aplicado hiperbólicamente a realidades abarcables (cf. II 3)
λίμνηNic.Fr.26,
ἀπορρώξI.BI 1.405,
χώρα μεγάλη καὶ ἀ.LXX Is.22.18.
2 plu., de realidades contables innumerable
ἐρετμοίE.El.433,
μνηστῆρεςNonn.D.48.95,
ἼνδοιNonn.D.48.9.
3 gener. de abstr. inmenso, enorme
πένθοςOd.19.512,
πόνοςOd.23.249, E.Hec.783,
κακάE.Fr.781.70,
ὄλβοςLXX Si.30.15,
μέγεθοςLuc.Halc.6,
ἄπλατος καὶ ἀ. ... λογισμόςPMag.4.1753,
κακοήθειαIG 22.1121.24 (IV a.C.),
πληθύςLXX 3Ma.4.17,
ποτόςNic.Th.341
•tb. inmoderado
ἡδοναίPh.1.316.
4 fig. inagotable
στόμα ΜούσηςAP 7.75 (Antip.).
III adv. -ως inmoderadamente, demasiado
ἀμετρήτως τῇ παρὰ τοῦ βασιλέως χρώμενος τιμῇhabiendo abusado de su posición de honor con el rey I.AI 11.269.