< ἀμέτρητος
ἀμετρία >
ἀμετρί
• Alolema(s):
tb.
ἀμετρεί
Hdn.Gr.2.464
adv.
sin medida
ἀ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες op. μέτρῳ
Zen.5.19.