< ἀμάρυγμα
ἀμαρύκαρ· >
ἀμάρυγξ
,
-γγος, ἡ
destello
Hdn.Gr.2.743, cf.
ἀμάρυγγες· ἀκτῖνες, λαμπηδόνες, ὄψεις
Hsch.