< ἀμαθητεύτως
ἀμᾰθία >
ἀμάθητος
,
-ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
ignorante
Phryn.Com.8,
γραμμάτων ἁπάντων
analfabeto
Procop.
Arc
.6.11.