< ἀμφοτερόπλοος
ἀμφότερος >
ἀμφοτεροπρόσωπος
,
-ον
de doble cara
subst.
τὸ σκολιόν τῆς γνώμης ἀμφοτεροπρόσωπόν τε
Tz.Comm
.Ar.3.845.5.