< ἀμφοτερόγλωσσος
ἀμφοτεροδέξιος >
ἀμφοτερογνώμων
,
-ον, gen. -ονος
de doble opinión
subst.
ἡ βουλὴ ἐξ ἐναντιουμένων καὶ ἀ. ἑνοῦται
Sch.E.
Hec
.219.