ἀμφιποτάομαι
• Morfología: [pres. ind. lesb. ἀμφιπόταται Sapph.22.12]
revolotear en torno a de aves
μήτηρ δ' ἀμφιποτᾶτο ... φίλα τέκναIl.2.315, del deseo
πόθος ... ἀμφιπόταται τὰν κάλανSapph.l.c.
•abs.
ἐν τῷ (ἀέρι) ... ὄρνιθες ... ἀμφεποτῶντοQ.S.5.12.