< ἀμφιπονέομαι
ἀμφιποτάομαι >
ἀμφιπορφύρεος
,
-α, -ον
• Prosodia:
[-ῠ-]
de bordes purpúreos
ἀμφιπορφυρέων πέπλων ὑπὸ σκότου ξίφη σπάσαντες
E.
Or
.1457.