< Ἀμφήρης
ἀμφήριστος >
ἀμφηρικός
,
-ή, -όν
de remos en ambos lados
ἀκάτιον
Th.4.67, cf. Hsch., Poll.1.82, Phot.p.98R.,
σκαφίδιον
Sud.