< ἀμοιβᾰδόν
ἀμοιβαῖος >
ἀμοιβάζω
1
intercambiar
τὰς ἐμπορίας
Men.Prot.p.22.
2
v. med.
recompensar
αὐτὸ ταῖς πρεπούσαις τειμαῖς
SEG
4.515.12 (Éfeso I a.C.).