< ἀμηχᾰνία
ἀμηχανοποιέομαι >
ἀμηχᾰνοεργός
,
-όν
incapaz de trabajar
γένος οὐτιδανῶν Σατύρων καὶ ἀμηχανοεργῶν
Hes.
Fr
.123.