< ἀμηχᾰνής
ἀμηχᾰνία >
ἀμηχάνητος
,
-ον
inmanejable
,
enorme
ἀμηχάνητοι· ἀντὶ τοῦ πολλοί
X. en Sud., Zon. (quizá error por ἀμήχανοι X.
Cyr
.7.5.38).