ἀμετάτρεπτος, -ον
I
διαμονὴ τῶν ἐν τῷ κόσμῳIambl.Myst.6.6,
οἱ νόμοιSch.E.Ph.538,
δύναμις προνοίαςCorp.Herm.Fr.13,
τὸ ζητούμενον πρᾶγμαHeph.Astr.3.4.9,
γνώμηPMichael.45.11 (VI a.C.),
Ἄτροπος παρὰ τὸ ἀμετάτρεπτον τῆς μοιριδίου ἀνάγκηςSch.Pi.O.7.118
•firme
ἔσται ὁ κατηγορῶν ἀ. καὶ ἐπίμονοςHeph.Astr.Epit.2.2.20.14, 4.116.18,
ψυχήA.Io.23.
2 inconvertible
ἀ. πρὸς τὸ ἀγαθὸν φρόνημαMac.Aeg.M.34.477C
•subst. τὸ ἀ. obstinación en el error, negativa a la conversión Origenes Comm.Ser.119 in Mt.
II adv. -ως inconmoviblemente
glos. a ἀσκελέςSch.Od.4.543.