< †ἀμετάσχετος
ἀμετάτρεπτος >
ἀμετασχηματίστως
adv.
sin cambiar
,
sin transfigurarse
de la forma de presentarse de Dios
ἀΰλως, ἀνειδέως, ἀ.
Didym.M.39.484B.