ἀμετάπειστος, -ον
• Alolema(s): ἀμετάπιστος Ptol.Iudic.6.10, 19.5
I
ἐπεὶ ... ἀ. ἑώρα καὶ ἀμετάτρεπτονcuando vio (a su hijo) inconmovible e inmutable Plu.Thes.17,
ἐπειρᾶτο πείθειν τὸν Ὀκτάβιον· ὡς δ' ἦν ἀμετάπειστοςPlu.TG 12.
2 de abstr. inexorable
ἀνάγκηArist.Metaph.1015a32
•inalterable
ταυτότηςDion.Ar.DN M.3.872C
•firme, seguro
συμμαχίαD.S.37.20.
3 en fil. o lóg. irrefutable
(ἐπιστήμη) ἀ. ὑπὸ λόγουArist.Top.130b16, cf. 133b29, APo.72b3,
ἐπιβολήPtol.Iudic.6.10,
ἀνακύκλησιςPtol.Iudic.19.5.
II adv. -ως irrefutablemente
ἀ. πεπεῖσθαιEpicur.222U.