ἀμετανόητος, -ον
I
ὁμολογῶ χαρίζεσθ[αι] σοὶ χάριτι ἀναφαιρέτῳ καὶ ἀμετανοήτῳPGrenf.2.68.4 (III a.C.),
ὅταν βέλτιόν τι γίνηται καὶ ἀμετανόητον ᾖPlot.6.7.26,
ἀ. καὶ ἀκοπίατος ... ἄνοδοςVett.Val.263.16,
λόγοςVett.Val.150.29
•firme, seguro
ἀνάληψιςLuc.Abd.11,
μετάνοιαClem.Al.Strom.2.13.57,
χωρισμόςClem.Al.Strom.5.11.67.
2 que no tiene remordimientos, que no se arrepiente
ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζειςEp.Rom.2.5,
ἀ. καὶ ἀνεύθυνος διαγενήσῃterminarás tu vida sin remordimientos y sin cuentas que saldar Arr.Epict.Fr.25
•subst. τὸ ἀ. falta de arrepentimiento Chrys.M.53.221
•neutr. plu. como adv. sin arrepentimiento Ephr.Syr.3.55D.
II adv. -ως sin arrepentirse, PStras.79.9 (I a.C.), 29.31 (III a.C.).