< ἀμετάκλαστος
ἀμετάκλιτος >
ἀμετάκλητος
,
-ον
irrecuperable
,
irrevocable
ἡλικίη
AP
12.30 (Alc.Mess.),
ὁρμή
Plb.36.15.7, cf. Hsch.s.u.
ἀναφαιρέτων
.