< ἀμετακίνητος
ἀμετάκλητος >
ἀμετάκλαστος
,
-ον
constante
,
inflexible
subst. τὸ ἀ.:
τὸ ἀμετάκλαστόν σου τῆς γνώμης
X.
Ep
.1.