ἀμεμψιμοίρητος, -ον
1 intachable
ἑμαυτὸν ἀμεμψιμοίρητον παρέσχημαιUPZ 144.14 (II a.C.),
ἀ. [δὲ] ἐν πᾶσιν γεγενημένοςIP 224.8 (II a.C.).
2 adv. -ως sin motivo de queja
συμβιούτωσανBGU 251.4 (I a.C.), cf. PRyl.154.19 (I a.C.).
ἑμαυτὸν ἀμεμψιμοίρητον παρέσχημαιUPZ 144.14 (II a.C.),
ἀ. [δὲ] ἐν πᾶσιν γεγενημένοςIP 224.8 (II a.C.).
συμβιούτωσανBGU 251.4 (I a.C.), cf. PRyl.154.19 (I a.C.).