ἀμειδής, -ές
• Morfología: [neutr. plu. ἀμιδέα GVI 1839.1 (Licaonia III d.C.)]
1 de pers. o del rostro humano que no sonríe, adusto
ἀνιαρὸν πρόσωπον καὶ ... εὐμειδές τε καὶ ἀμειδέςAdam.2.28,
ἀμειδέ[ος ΑἰδωνῆοςGDRK 30.79,
χεῖλος ἀμειδές, ἀκίνητον, ἢν λαλῇAret.SD 1.7.12, de Eurípides, Sud.s.u. Εὐριπίδης.
2 fig. tétrico, terrible
βίον ἀμειδῆ καὶ κατηφῆPlu.2.477e,
ψυχὴν δὲ ἀμειδέεςAret.SD 2.6.8,
πορδαλίων δ' οὐ γῆρυν ἀμειδέα πεφρίκασινOpp.C.2.459,
ἀμειδέα παιδὸς ἐδητύνOpp.C.3.236,
οἳ ἀμειδέα θύσθλα φέρουσιOrph.A.1075,
ἀμιδέα δώματα Ἅδ[ο]υGVI l.c.,
ὀπωπήNonn.D.38.220,
ὀργὴν οὖν πρήϋνον ἀμειδέαOrác. en Sud.δ 1145,
ἀμειδές· στυγνόνHsch., cf.
ἀμειδές· ἀγέλαστονHsch.