ἀμβλυντικός, -ή, -όν
1 embolador
ὄψεωςDiph.Siph. en Ath.64b.
2 que reduce o suaviza
στρόβιλοι ... ἀ. τῶν περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς δριμυτήτωνDsc.1.69,
δύναμιν ... ἀ. δριμέων φαρμάκωνDsc.1.101,
τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοίAntyll. en Orib.10.24.3.