ἀματροχιά, -ᾶς, ἡ
• Alolema(s): -ιή Man.4.108; tb. ἁματροχία Porph.ad Il.23.422
• Prosodia: [ᾰ-]


1 carrera a la par ἁματροχιὰς ἀλεείνων Il.23.422.

2 fig., de los vientos camino ἀνέμων οὐδεὶς εἶδεν ἁματροχιάς Call.Fr.383.10
de las estrellas órbita ἁματροχιῇ πεφόρηται Man.l.c.
de las serpientes rodada ἐν δ' ἀμάθοισιν ἢ καὶ ἁματροχιῇσι κατὰ στίβον ἐνδυκὲς αὔει Nic.Th.263, cf. Hippiatr.87.1, por error c. ἁρματροχιά Porph.l.c., cf. Hsch.