< ἀματροχιά
ἀμάτωρ >
αματταρι
• Alolema(s):
tb.
ἀματάρα
Thdt.M.80.573D
hebr.
maṭṭarah
,
objetivo
,
blanco
LXX 1
Re
.20.20, Thdt.l.c.