< ἀλιτήμενος
ἀλῐτημοσύνη >
ἀλῐτήμερος
,
-ον
nacido antes de tiempo
,
prematuro
μὴ τυφλὰ κἀλιτήμερα ... [τέκω
Archil.300.26, cf.
EM
428.10G.