< ἀλῐτήμερος
ἀλῐτήμων >
ἀλῐτημοσύνη
,
-ης, ἡ
• Prosodia:
[ᾰ-]
agravio
,
ofensa
τείσεσθαι ... δίκην ἀλιτημοσυνάων
Orph.
A
.1318.