ἀλῐτηρός, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [adv. ἀλιτρς Schwyzer 412 (Olimpia VI a.C.)]
impío
ἀνήρAlcm.79.1,
φρήνS.OC 371,
ΣαρακηνοίPMasp.9re.22 (VI d.C.), cf. tb. ἀλειτρός.
ἀνήρAlcm.79.1,
φρήνS.OC 371,
ΣαρακηνοίPMasp.9re.22 (VI d.C.), cf. tb. ἀλειτρός.