< ἀλῐτήριος
ἀλῐτηρός >
ἀλιτηριώδης
,
-ες
maldito
,
abominable
οἶστρος
Pl.
Lg
.854b, D.C.44.1.1,
στάσις
Pl.
R
.470d,
γνώμη
D.C.45.33.1.