ἀλέξησις, -εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. ἀλεξήσιος Hp.Ep.16]
1 remedio abs.
op. κάκωσιςHp.l.c.,
τῶν κακῶνSch.Pi.P.5.121.
2 defensa
πρὸς ἀλέξησιν τραπέσθαιHdt.9.18.
op. κάκωσιςHp.l.c.,
τῶν κακῶνSch.Pi.P.5.121.
πρὸς ἀλέξησιν τραπέσθαιHdt.9.18.