< ἀλέξησις
ἀλεξητήρ >
ἀλεξήτειρα
,
-ας
• Prosodia:
[ᾰ-]
que asiste
,
protectora
τέχνη
AP
9.764 (Paul.Sil.)
•
c. gen.
ὀλέθρου
Nonn.
D
.25.529.