< ἀλοιδόρητος
ἁλοιεύς >
ἀλοίδορος
,
-ον
que no hace reproches
πάρεστι †σιγᾶς ἄτιμος †ἀ. (quizá σιγὰς ἀτίμους ἀλοιδόρους)
A.
A
.412,
παῖς
IUrb.Rom
.836.6.