ἀλοιδόρητος, -ον


I 1no injuriado, no insultado ἀ. οὐδεὶς ἐκπέφευγε Plu.2.757a, τὰ μικρότατα τῶν πταισμάτων Basil.M.31.1361A, ἀ. ... λόγος ἔσται Cyr.Al.M.74.245B.

2 intachable ἄμεμπτος ... ἀ. IG 14.2139.4, ἀ. καὶ ἀνέγκλητος Plu.2.89a, cf. Const.App.1.10.4, τὴν ἀ. πίστιν Cyr.Al.M.74.216C, ἀ. ὄνομα Com.Adesp. en Tz.Ex.91.23
subst. τὸ ἀπὸ παρθενίας ἀλοιδόρητον IG 12(7).395.20 (Amorgos).

3 no insultante neutr. plu. como adv. ἄκομπ' ἀλοιδόρητα S.Fr.210.8 (ap. crít.).

II adv. -ως intachablemente Cyr.Al.11.74.384B.