< ἀλοιητήρ
ἀλοιτεύειν >
ἀλοιμός
,
-οῦ, ὁ
• Alolema(s):
ἀλοιμμός
IG
2
2
.1663 (IV a.C.)
• Prosodia:
[ᾰ-]
enlucido
o
estuco
Μαριεὺς ἀ.
S.
Fr
.69, cf.
IG
2
2
.463.85, 1663 (IV a.C.).