ἀλοιητήρ, -ῆρος
• Prosodia: [ᾰ-]
trillador
σίδηροςNonn.D.17.237,
ἀ. ὀδόντεςmolares, AP 11.379 (Agath.)
•fig. c. gen.
(λιμόν) ἀλοιητῆρα βροτείωνOrác. en Iul.Mis.370a (cf. ἀλοητής).
σίδηροςNonn.D.17.237,
ἀ. ὀδόντεςmolares, AP 11.379 (Agath.)
(λιμόν) ἀλοιητῆρα βροτείωνOrác. en Iul.Mis.370a (cf. ἀλοητής).