< ἀλλοφυλέω
ἀλλοφυλισμός >
ἀλλοφυλία
,
-ας, ἡ
materia extraña
τὰ δὲ πνεύματα συμβαίνει γίνεσθαι ... ἀλλοφυλίας τινὸς ... παρεισδυομένης
Epicur.
Ep
.[3] 106.