< ἀλλοφυής
ἀλλοφυλία >
ἀλλοφυλέω
adoptar costumbres extranjeras
ἀναγκάσαι τοὺς Ἰεροσολυμίτας ἀλλοφυλῆσαι
LXX 4
Ma
.18.5.