ἀλλοπρόσαλλος, -η, -ον
I
γνώμας ... ἀλλοπροσάλλαςOrph.H.61.12,
πλοῦτοςAP 15.12 (Leo Phil.),
φέρων Δαναοῖσι καὶ ἀλλοπρόσαλλον ἀρωγήνTriph.565,
οὐκέτι δ' ἀλλοπρόσαλλον ἔχει σέβαςtiene una veneración firme, AP 1.34 (Agath.)
•subst. τὸ ἀ. inconstancia, volubilidad
οὐκ ἔστι τὸ ἀλλοπρόσαλλον ἐκεῖσεCorp.Herm.18.14.
2 engañoso
δόλος ... ΔιονύσουNonn.D.46.4,
ἀλλοπρόσαλλα λέγοντεςdiciendo una cosa por otra Cels.Phil.7.11.
II uno tras otro, sucesivo
οἴδματαNonn.D.3.24.