< ἀλεκτρυόνιον
ἀλεκτρυονοτρόφος >
ἀλεκτρυονίς
,
-ίδος, ἡ
gallina
ἀλεκτρυόνων καὶ ἀλεκτρυονίδων
Gal.18(2).413, cf. Sch.Ar.
Nu
.226a.