< ἀλεκτρυονίς
ἀλεκτρυονώδης >
ἀλεκτρυονοτρόφος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
-τρυοτρόφος
IG
5(1).771 (Esparta)
criador de gallinas
Aeschin.Socr.14,
IG
l.c.