< ἀλεκτορίς
ἀλεκτοροκόκκυ >
ἀλεκτορίσκος
,
-ου, ὁ
pollo
,
pollito
ἀλεκτορίσκων ἦν μάχη Ταναγραίων
Babr.5.1
•
como ofrenda votiva
ἀ. χαλκοῦς
ID
1434.20, 1442A.46 (II a.C.).