ἀλεκτορίς, -ίδος, ἡ
1 gallina Hp.Nat.Puer.29, Int.27, Epich.150, Hecat.90, Arist.HA 560b19,
λευκήAlciphr.4.13.5, cf. Plu.2.129a.
2 epiceno por gallo o gallina
τὸ θῆλυ τᾶν ἀλεκτορίδων γένοςEpich.278.3,
αἱ θήλειαι τῶν ἀλεκτορίδωνArist.HA 544a32, 614b10, Alciphr.2.6.1, Phryn.200, Diocl.Fr.182.124.
3
θρὶξ ἡ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τρεφομένηHsch., cf. EM α 792.