< *Ἄλαχος
ἀλαωπός >
ἀλαῶπις
,
-ιδος
• Prosodia:
[ᾰ-]
ciego
,
oscuro
νύξ
Emp.B 49,
ὄρφνη
Nonn.
Par.Eu.Io
.9.2, cf. Hsch.