< ἀλαῶπις
ἀλάωσις >
ἀλαωπός
,
-όν
• Prosodia:
[ᾰ-]
1
ciego
ὁδίτης
Nonn.
Par.Eu.Io
.9.24.
2
oscuro
ὀμίχλη
Nonn.
D
.25.282,
Par.Eu.Io
.9.14,
μέριμναι
Synes.
Hymn
.9.97.