ἀκᾰχίζω
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [v. med. pres. imperat. ἀκαχίζεο Il.6.486, ἀκαχίζευ Od.11.486, act. impf. ἀκάχιζε Q.S.3.112, GDRK 26.1re.12; aor. ind. tem. ἤκαχες Nonn.D.8.79; v. med. perf. ind. ἀκηχέδαται Il.17.637, part. c. acent. de pres. ἀκαχήμενος Il.19.312, 11.702, Hes.Th.99, ἀκηχέμενος Il.5.364, 18.29, plusperf. ἀκαχήατο Il.12.179, cf. ἀκάχομαι, ἄχνυμαι, ἄχομαι]
1 causar dolor, entristecer
θανὼν ... ἀκάχησε τοκῆαςIl.23.223,
πολλοὺς δ' ἀγραύλους ἀκαχήσειςh.Merc.286,
μηδ' ἀκάχιζε Διὸς νόονGDRK 26.1re.12,
ὃ δ' ἀθάνατόν περ ἐόντα θνητὸς ἐὼν ἀκάχιζεQ.S.3.112,
ἤκαχες ἈπόλλωναNonn.D.8.79.
2 en v. med. sentir y expresar dolor o disgusto c. ac. de rel.
θεοὶ ἀκαχήατο θυμόνIl.12.179,
δμῳαὶ θυμὸν ἀκηχέμεναιIl.18.29,
ἀκαχήμενοι ἦτορOd.9.62,
ἀ. κραδίηνHes.l.c.
•c. dat.
μὴ λίην ἀκαχίζεο θυμῷIl.6.486, c. part.
ὁρόων ἀκάχημαιOd.8.314, cf. Il.17.637,
μή τι θανὼν ἀκαχίζευOd.11.486.
• Etimología: Cf. ἄχος.