ἀκαχμένος, -η, -ον
• Prosodia: [ᾰ-] part.
1 afilado
ἀκαχμένα δούραταIl.12.444, cf. 17.412,
ἔγχοςIl.21.72,
φάσγανον ... ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένονpuñal de doble filo, Od.22.80,
πέλεκυν ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένονhacha de doble filo, Od.5.235,
χειρὶ θύρσον ... ἀκαχμένονNonn.D.14.217
•c. dat. indicando el material
ἔγχος ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷIl.10.135, cf. 14.12, 15.482, Od.1.99, 15.551, Hes.Sc.135.
2 armado c. dat.
γένος σκυλάκων ... κυνόδουσιν ἀκαχμένονOpp.C.1.476,
φῦλον, ἀκαχμένον ... χαυλιόδουσιOpp.C.3.252.